- κοντοστέκω
- και κοντοστέκομαι (Μ κοντοστέκω)(ενεργ. και μέσ.) σταματώ για λίγο ενώ βαδίζω, ανακόπτω την πορεία μου για λίγο, περιμένοντας ή διστάζονταςνεοελλ.διστάζω, αμφιβάλλω («γιατί, γιατί μού κοντοστέκεις; τί τόση θρέφεις στην καρδιά σου δείλια», Καζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + στέκω].
Dictionary of Greek. 2013.