κοντοστέκω

κοντοστέκω
και κοντοστέκομαι (Μ κοντοστέκω)
(ενεργ. και μέσ.) σταματώ για λίγο ενώ βαδίζω, ανακόπτω την πορεία μου για λίγο, περιμένοντας ή διστάζοντας
νεοελλ.
διστάζω, αμφιβάλλω («γιατί, γιατί μού κοντοστέκεις; τί τόση θρέφεις στην καρδιά σου δείλια», Καζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + στέκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοντοστέκω — και κοντοστέκομαι κοντοστάθηκα 1. σταματώ απότομα ενώ βαδίζω. 2. διστάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντοστέκω — κοντοστέκομαι και κοντοστέκω, κοντοστάθηκα βλ. πίν. 207 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντοστένομαι — (Μ) κοντοστέκω, σταματώ για λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + στένομαι «στέκω»] …   Dictionary of Greek

  • κοντοστέκομαι — και κοντοστέκω, κοντοστάθηκα βλ. πίν. 207 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”